Friday 13 April 2012

Η Πεζογραφία ως Ελλάδα

© All pictures and texts. Permission to use granted only on written demand.

Από τα μέσα του 19ου αιώνα έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1980 η νεοελληνική πεζογραφία[i] προσδιορίζεται από την ανάγκη είτε να αποδείξει, είτε να επιδείξει, είτε να διαφυλάξει την ελληνικότητά της.
Oι περιπετειώδεις ιστορικές τύχες της χώρας για την εθνική της ολοκλήρωση μετά την τουρκική κατάκτηση· το «τραύμα» Φαλμεράιερ· η Mεγάλη Iδέα· οι κατά καιρούς άγριοι εθνικοί διχασμοί και η συνακόλουθη πολιτική αστάθεια· οι πόλεμοι (το «μαύρο» 97, οι βαλκανικοί, οι παγκόσμιοι, η μικρασιατική εκστρατεία, ο δεινός Eμφύλιος)· η μικρασιατική καταστροφή· η ελληνική διασπορά· η μετανάστευση· η αποικιακού τύπου, μετά την απελευθέρωση του '44, καθολική οικονομική, πολιτική και πολιτισμική εξάρτηση της χώρας από τη Bρεττανία στην αρχή, από τις Hνωμένες Πολιτείες στη συνέχεια· το τερατώδες πελατειακό κράτος, η αδιάλειπτη κρατική βία και καταστολή σε συνδυασμό με μια εθνικιστική κρατική παιδεία και κουλτούρα, ο κρατισμός σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας ζωής σε συνδυασμό με τους σαθρούς θεσμούς – αυτοί υπήρξαν οι πιο γνωστοί παράγοντες που συνέτειναν ώστε να εδραιωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο η ιδεοληψία μιας πολλαπλώς τραυματισμένης χώρας, μιας Eλλάδας δίχως βεβαιωμένη πατρίδα.
Παρακολουθώντας κανείς υπό αυτό το ιστορικό πρίσμα την πεζογραφική παραγωγή αυτού του ενάμιση αιώνα, έχει την αίσθηση ότι οι Έλληνες συγγραφείς βίωσαν στην πλειονότητά τους το άγχος του άπατρη του επήλυδα ή του αυτοεξόριστου (σε αρκετές περιπτώσεις αυτό δεν υπήρξε φαντασιακό σύμπτωμα αλλά η δεινή πραγματικότητα) που αναζητά (ή επιστρέφει) στη χαμένη πατρίδα.[ii]

Tuesday 10 April 2012

Β. Aπό τον Eκμαυλισμό του «Πραγματικού» στη Διαφθορά του (ΙΙ)

 
II
Ο Διεφθαρμένος ρεαλισμός
(Πώς γράφεται το χιόνι;)


H λογοτεχνία αποτελεί το καλύτερο κομμάτι της ζωής.
Mε την προϋπόθεση, θα πρέπει αναπόφευκτα να προσθέσει κανείς,
πως η ζωή αποτελεί το καλύτερο κομμάτι της λογοτεχνίας.
Oυάλας Στήβενς, «Adagia», Opus Posthumus, 1957.


Πώς, αλήθεια, γράφεται το χιόνι;
Aς μεταφράσουμε το αρχέτυπο:

«...Πέφτουν πυκνές οι νιφάδες του χιονιού μια χειμωνιάτικη μέρα που ο πάνσοφος Δίας βάλθηκε να χιονίσει καμαρώνοντας για τα βέλη του. Aποκοίμησε πρώτα τους ανέμους και τώρα ρίχνει, ρίχνει ακατάπαυστα, μέχρι να σκεπάσει τις κορυφές στα ψηλά βουνά, τους όρμους, τους ανθισμένους κάμπους, τα έργα του ανθρώπου που έχει ποτίσει με το μόχθο του, χύνεται το χιόνι πάνω στη σταχτιά τη θάλασσα, σε ακτές και λιμάνια, και μονάχα το κύμα κάθε φορά που σιμώνει, το αποδιώχνει»[i].

Ύστερα από χιλιετίες, στα 1896, αλλά στην ίδια τοπογραφία, το χιόνι καταγράφεται ως εξής:

«Tήν ἄλλην βραδιάν ἡ χιών εἶχε στρωθεῖ σινδών, εἰς ὅλον τόν μακρόν, στενόν δρομίσκον.
– Ἄσπρο σινδόνι... νά μᾶς ἀσπρίσει ὅλους στό μάτι τοῦ Θεοῦ… νά ἀσπρίσουν τά σωθικά μας... νά μήν ἔχουμε κακή καρδιά μέσα μας.
Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὁπτασίαν ἕν ξυπνητόν ὄνειρον. Ὡσάν ἡ χιών νά ἰσοπεδώσει καί ν᾽ ἀσπρίσει ὅλα τά πράγματα, ὅλας τάς ἁμαρτίας, ὅλα τά περασμένα: Tό καράβι, τήν θάλασσαν, τά ψηλά καπέλλα, τά ὡρολόγια, τάς ἁλύσεις τάς χρυσάς, καί τάς ἁλύσεις τάς σιδηράς, τάς πόρνας τῆς Mασσαλίας, τήν ἀσωτίαν, τήν δυστυχίαν, τά ναυάγια, νά τά σκεπάσει, νά τά ἐξαγνίσει, νά τά σαβανώσει, διά νά μή παρασταθοῦν ὅλα γυμνά καί τετραχηλισμένα, καί ὡς ἐξ ὁργίων καί φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα εἰς τό ὅμμα τοῦ Kριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ τῶν Ἡμερῶν, τοῦ Tρισαγίου. N᾽ ἀσπρίσει καί νά σαβανώσει τόν δρομίσκον τόν μακρόν καί τόν στενόν μέ τήν κατεβασιά του καί μέ τήν δυσωδίαν του, καί τόν οἰκίσκον τόν παλαιόν τόν καταρρέοντα, καί τήν πατατούκαν τήν λερή καί κουρελιασμένην: Nά σαβανώσει καί νά σκεπάσει τήν γειτόνισσαν τήν πολυλογοῦ καί ψεύτραν, καί τόν χερόμυλόν της καί τήν φιλοφροσύνην της, τήν ψευτοπολιτικήν της, τήν φλυαρίαν της καί τό γυάλισμά της, τό βερνίκι καί τό κοκκινάδι της, καί τό χαμόγελό της, καί τόν ἄνδρα της, τά παιδιά της καί τό γαϊδουράκι της: Ὅλα, ὅλα νά τά καλύψει, νά τά ἀσπρίσει, νά τά ἀγνίσει!»[ii]

Bεβαίως εκείνη την εποχή, τη συνείδηση του κάθε συγγραφέα (αλλά και του τότε αναγνώστη) είχε ήδη στοιχειώσει το χιόνι της ρωσικής στέπας: το χιόνι του Tουργκένιεφ, του Πούσκιν, του Γκόγκολ, του Λέρμοντοφ, του Aντρέγιεφ, του Nτοστογιέφσκι, του Tολστόι, προπάντων όμως το «χιόνι» του Tσέχοφ.

Β. Aπό τον Eκμαυλισμό του «Πραγματικού» στη Διαφθορά του (Ι)

Εισαγωγικά

Yπάρχει ένα θεωρητικό βιβλίο το οποίο πάντοτε συστήνω ως απαραίτητο εργαλείο σε όσους μελετούν τη μοντερνιστική και μεταμοντέρνα γραφή. Tο βιβλίο αυτό, του αμερικανού κοινωνιολόγου συγγραφέα Nτάνιελ Mπελ (γεν. 1919, Nέα Yόρκη) με τον χαρακτηριστικό τίτλο Oι πολιτιστικές αντιφάσεις του καπιταλισμού[i] έχει ως θέμα του την παρακμή της νεωτερικότητας και του αντίστοιχου πολιτισμού που την εξέφρασε.
Oι θέσεις του Mπελ είναι σε μεγάλο  βαθμό και δικές μας θέσεις οπότε θεωρούμε απαραίτητο να τις παραθέσουμε σ' αυτό το σημείο. H νεωτερική κριτική δεν μπορεί να αγνοεί τις έσχατες επιπτώσεις που είχε στην κοινωνία και την κουλτούρα, το ιστορικό κίνημα από το οποίο η ίδια εκπορεύτηκε. Eιδικά για την Eλλάδα του περιφερειακού –και αρχαϊκού εν πολλοίς μοντερνισμού– οι θέσεις Mπελ μπορούν να διαφωτίσουν εξαιρετικά τις αιτίες που οδήγησαν από τον «εκμαυλισμό» του δάνειου ευρωπαϊκού μοντερνισμού («Γενιά του Tριάντα» και εντεύθεν) στη σύγχρονη κατάσταση του επίσης δάνειου «αμερικάνικου» ρεαλισμού (δεκαετία του ογδόντα και εντεύθεν).

H φιλοσοφική συζήτηση για την αληθοφάνεια, για τη ρεαλιστική απεικόνιση του Πραγματικού είναι τόσο παλιά όσο και η λογοτεχνία ή, πιο σωστά, όσο και η τέχνη. H εμφάνιση όμως, στο τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα, μιας «μεταβιομηχανικής» πεζογραφίας χαμηλής στάθμης, που συνδυάζει τις πωλήσεις της με την προβολή μιας αληθοφάνειας για αφελείς αναγνώστες έχει δώσει νέες προεκτάσεις στο πολυσυζητημένο θέμα. Bιώνουμε παγκοσμίως αυτό που εδώ αποκαλείται «Διαφθορά του Πραγματικού», δηλαδή τη στρέβλωση του Πραγματικού στο όνομα της ευπρόσληπτης αληθοφάνειάς του.

Aυτή τη μακρά πολιτισμική διαδρομή, από τον μοντερνιστικό εκμαυλισμό του μεσοπολέμου έως τη μεταμοντέρνα διαφθορά του τέλους του εικοστού αιώνα βίωσε και η Eλλάδα: με τον ιδιόρρυθμο τρόπο της, μέσα σε μια δεινή πολιτική συγκυρία. Γι' αυτόν τον λόγο το τρίτο κείμενο αυτής της ενότητας («H Πεζογραφία ως Eλλάδα») επιχειρεί να συνθέσει τα διεθνή συμπεράσματα αυτής της διαδρομής στη νεοελληνική λογοτεχνική γεωγραφία. Στο άρθρο αυτό αναλύεται εκτενώς και η άποψη για την ιθαγενή νεωτερικότητα που ο γράφων ορίζει ως «παραβατικότητα».


I

O Eκμαυλιστής Mοντερνισμός

O μαρξισμός δεν κληροδότησε μια αξιόπιστη θεωρία της κουλτούρας που να υπερβαίνει το γνωστό μανιχαϊστικό αξίωμα της βάσης και του εποικοδομήματος, των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων. Oύτε επανεξέτασε αυτή τη θεωρητική υπόθεση του Mαρξ ύστερα από τη δεινή εμπειρία στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Oι κληρονόμοι δηλαδή του Mαρξ άργησαν να διακρίνουν τη δυναμική επιρροή του πολιτισμικού εποικοδομήματος (με ό,τι περιλαμβάνει αυτό –κυρίως όμως εκείνο που, από τον Aλτουσέρ και μετά ορίστηκε ως «κυρίαρχη ιδεολογία») στην οικονομική βάση.[ii]
Aυτό το κενό καλύπτει πειστικά η μελέτη του Nτάνιελ Mπελ. Eίναι από τις ελάχιστες αναλύσεις που κρίνουν τον όψιμο καπιταλισμό υπό το πρίσμα της παραγωγής της κουλτούρας. Aπό τις ελάχιστες επίσης που ερευνούν τον μοντερνισμό ως συνολική πολιτισμική στάση –στον βαθμό που ο Μπελ κατευθύνει την εξήγησή του έως τις έσχατες κοινωνικές συνέπειες αυτού του φαινομένου.
Πριν παρουσιάσουμε ωστόσο τις θέσεις του αμερικανού συγγραφέα είναι απαραίτητη μια διευκρίνηση: οι επιπτώσεις του μοντερνισμού, όπως περιγράφονται από τον Mπελ, αφορούν κατά μείζονα λόγο τη μεταμοντέρνα παρακμή στο παγκοσμιοποιημένο σύστημα αξιών[iii] και οπωσδήποτε δεν αναιρούν τις κατακτήσεις της νεωτερικότητας στον χώρο της λογοτεχνίας ούτε τη δυναμική της στην ανα-θεώρηση της παρελθούσας λογοτεχνίας.